ουραλοαλταϊκές γλώσσες

ουραλοαλταϊκές γλώσσες
Ευρασιατική γλωσσολογική ομάδα, που αποτελείται από τις οικογένειες των ουραλικών και των αλταϊκών γλωσσών. Ως προς την ενότητα των δύο γλωσσικών οικογενειών, οι γνώμες διχάζονται: μερικοί μελετητές την αρνούνται και άλλοι έχουν τη γνώμη ότι πρέπει να περιληφθεί σε αυτές και η ιαπωνική, η κορεατική και η αίνου. Την ουραλική γλωσσική οικογένεια τη συγκροτούν οι ουγγροφιννικές και οι σαμογετικές γλώσσες και είναι διαδεδομένη σε μια εκτεταμένη ζώνη, από τη βορειοανατολική Ευρώπη έως τη Σιβηρία. Στην αλταϊκή γλωσσική οικογένεια ανήκουν: 1) τουρκικές γλώσσες, 2) οι μογγολικές γλώσσες και 3) οι τογκουσικές γλώσσες. Η ομάδα αυτή καταλαμβάνει ευρεία λουρίδα στην κεντρική Ασία και σημαντικό τμήμα στη βόρεια, σε μια εκτεταμένη αλλά αρκετά ασυνεχή περιοχή. Η ταξινόμηση των γλωσσών αυτών καθίσταται ιδιαίτερα δύσκολη εξαιτίας της εθνικής ετερογένειας αυτών που τις μιλούν (οι γλωσσικές ενότητες δεν συμπίπτουν με τις πολιτικές) και της μεγάλης μετακίνησης των λαών, ιδιαίτερα κατά το παρελθόν. Στα χαρακτηριστικά της ουραλοαλταϊκής ομάδας είναι η τάση συγκολλητικότητας, η χρήση επιθημάτων, η φωνηεντική αρμονία (η μεταβολή των φωνηέντων του επιθήματος κάτω από την επίδραση του φωνήεντος της ρίζας) και η απουσία γραμματικού γένους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παλαιοασιατικές γλώσσες — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται μία ομάδα γλωσσών (που ονομάζονται επίσης υπερβόρειες ή παλαιοσιβηρικές). Xρησιμοποιούνται στη βορειανατολική Ασία, σε εδάφη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και σε τμήμα του Ουζμπεκιστάν. Η υπαγωγή των γλωσσών αυτών… …   Dictionary of Greek

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

  • γλωσσολογία — Επιστήμη που έχει ως αντικείμενό της τη μελέτη του φαινομένου της γλώσσας. Η γλώσσα είναι μια πολύπλοκη έννοια και επομένως δεν είναι περίεργο το ότι και η σχετική επιστήμη ακολουθεί διάφορες κατευθύνσεις στις μελέτες της, οι οποίες απαιτούν… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Γροιλανδία — Επίσημη ονομασία: Γροιλανδία Έκταση: 2.175.600 τ. χλμ Πληθυσμός: 56.376 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Νουούκ (πρώην Γκόντχοπ)Γροιλανδία (διεθν. Greenland, δαν. Gronland, τοπικά Kalaallit Nunaat). Νησιωτικό αυτοδιοικούμενο έδαφος της Δανίας, που… …   Dictionary of Greek

  • συγκόλληση — Η επανένωση δύο μεταλλικών τμημάτων και η πλήρης αποκατάσταση τους σε ένα ενιαίο κομμάτι. Γίνεται κυρίως με τη μέθοδο της φλόγας (οξυγονοκόλληση) και του βολταϊκού τόξου (ηλεκτροσυγκόλληση). Και οι δύο μέθοδοι στηρίζονται στην υψηλή θερμοκρασία.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”